ὁπλίταις

ὁπλίταις
ὁπλί̱ταις , ὁπλίτης
heavy-armed
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… …   Dictionary of Greek

  • εποτρύνω — ἐποτρύνω (Α) 1. παρακινώ, ερεθίζω («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ, διεγείρω εναντίον κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», Ομ. Ιλ.) 3. στέλνω επειγόντως («δέδοικα μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ πάντα ἐποτρύνωσι… …   Dictionary of Greek

  • προυλέσι — Α (κατά τον Ησύχ.) «πεζοῑς ὁπλίταις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. πιθ. βοιωτ. ή αιολ. τής δοτ. τού τ. πρυλέες*] …   Dictionary of Greek

  • τετρακισχίλιοι — αι, α, ΝΜΑ, και λακων. τ. τετρακινχήλιοι και κυρηναϊκός τ. τετρακιχήλιοι, αι, α, Α τέσσερεις χιλιάδες («σὺν ὁπλίταις τετρακισχιλίοις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράκις / τετράκιν + χίλιοι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”